- βροτείᾳ
- βροτείᾱͅ , βρότειοςmortalfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βροτεία — βροτείᾱ , βρότειος mortal fem nom/voc/acc dual βροτείᾱ , βρότειος mortal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρότεια — βρότειος mortal neut nom/voc/acc pl βρότειος mortal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτείας — βροτείᾱς , βρότειος mortal fem acc pl βροτείᾱς , βρότειος mortal fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτείαν — βροτείᾱν , βρότειος mortal fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτυχώ — (ΑΜ εὐτυχῶ, έω) [ευτυχής] είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του») νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος … Dictionary of Greek
χερουβικός — ή, ό / χερουβικός, ή, όν, ΝΜΑ [χερουβ(ε)ίμ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση και στη λειτουργία τών χερουβίμ (α. «ξανθά / χερουβικά κεφάλια», Παλαμ. β. «τοῡ χερουβικοῡ καὶ ἐπουρανίου θρόνου», Μεθόδ. γ. «χερουβικοῑς ὄμμασιν εἰς οὐρανὸν… … Dictionary of Greek